- ῥαϊξία
- ῥαϊξία· τόπος ἴδιος ἰατροῦ ἐν Ταραντίνοις, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραΐα — ἡ, Α (συν. στην αιτ.) ῥαίαν (κατά τον Ησύχ.) «ὑγείαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθανότατα από το ρ. ρἁΐζω* «αναλαμβάνω από αρρώστια» (πρβλ. και ῥαϊξία)] … Dictionary of Greek